- κοπέλι
- το (Μ κοπέλλι)1. αρσενικό παιδί, αγόρι, τέκνο2. νεαρός, νέος άνδρας3. νεαρός υπηρέτης, ακόλουθος4. βρέφος5. μαθητευόμενος τεχνίτης ή εργάτης, τσιράκι, παραγιός6. νόθο παιδίνεοελλ.παροιμ. α) «λέγε, λέγε το κοπέλι, κάνει τη γριά και θέλει» — με την επιμονή μπορούν να γίνουν και τα πιο δύσκολα πράγματαβ) «κατά τον Μαστρογιάννη και τα κοπέλια του» — οι υφιστάμενοι και οι μαθητευόμενοι έχουν τα ίδια ελαττώματα με τους προϊσταμένους και τους δασκάλους τουςμσν.1. υπασπιστής2. πολεμιστής στην υπηρεσία οπλαρχηγού3. παιδί τού δρόμου, χαμίνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. κοπέλλι(ν) < μσν. κοπέλλα + υποκορ. κατάλ. -ι(ν)].
Dictionary of Greek. 2013.